Κομποστοποίηση

Κομπόστ

Το κομπόστ είναι οργανική ύλη που αποσυντίθεται και ανακυκλώνεται ως λίπασμα στο έδαφος και η κομποστοποίηση η διαδικασία παρασκευής του. Αποτελεί βασική διαδικασία στην οργανική γεωργία. Στο απλούστερο επίπεδο, η διαδικασία της κομποστοποίησης απαιτεί απλά βρεγμένη οργανική ύλη γνωστή ως πράσινα απόβλητα (φύλλα, υπολείμματα τροφών) και τη διάσπασή τους σε χούμο μετά από μια περίοδο εβδομάδων ή μηνών. Η σύγχρονη, μεθοδική κομποστοποίηση είναι πολυβηματική διαδικασία, που προϋποθέτει στενή παρακολούθηση της διαδικασίας με συγκεκριμένη πρόσθεση νερού, αέρα, άνθρακα και πλούσιων σε άζωτο υλικών. Η διαδικασία της αποσύνθεσης υποβοηθείται από τον τεμαχισμό της φυτικής ύλης, την προσθήκη νερού και την εξασφάλιση τού ορθού αερισμού με την τακτική περιστροφή του μείγματος. Χρησιμοποιούνται, επίσης, σκώληκες και μύκητες για την περαιτέρω διάσπαση του υλικού. Βακτήρια που χρειάζονται οξυγόνο (αερόβια βακτήρια) και μύκητες διαχειρίζονται τη χημική διαδικασία που μετατρέπει τα προστιθέμενα υλικά σε θερμότητα, διοξείδιο του άνθρακα και αμμώνιο. Το αμμώνιο (NH4) είναι μορφή του αζώτου που δεν χρησιμοποιείται άμεσα από τα φυτά, αλλά μετατρέπεται περαιτέρω από τα βακτήρια σε νιτρικά (NO3) μέσω της διαδικασίας της νιτροποίησης.

Το κομπόστ είναι πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά. Χρησιμοποιείται σε κήπους, στην αρχιτεκτονική τοπίου, την κηπουρική και τη γεωργία. Το ίδιο το κομπόστ είναι ευεργετικό για τη γη με πολλούς τρόπους. Μεταξύ άλλων είναι βελτιωτικό εδάφους, λίπασμα, και εκτός από ζωτικής σημασίας χούμος ή χουμικά οξέα, είναι και φυσικό φυτοφάρμακο για το έδαφος. Στα οικοσυστήματα το κομπόστ είναι χρήσιμο για τον έλεγχο της διάβρωσης, του εδάφους την κατασκευή υγροτόπων, και την κάλυψη χώρων υγειονομικής ταφής. Τα βιολογικά συστατικά που προορίζονται για κομποστοποίηση είναι δυνατόν χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά για την παραγωγή βιοαερίου με αναερόβια χώνευση.

Περιεχόμενα

Συνοπτική ιστορία

Οικιακός κάδος κομποστοποίησης

Οι προϊστορικοί γεωργοί ανακάλυψαν ότι αν αναμειχθεί κοπριά από κατοικίδια ζώα τους με άχυρο και άλλα οργανικά απόβλητα, όπως είναι τα υπολείμματα καλλιεργειών, το μείγμα αλλάζει σταδιακά και μετατρέπεται σε γόνιμο έδαφος, υλικό που ήταν καλό για τις καλλιέργειες. Η χρήση της κοπριάς στη γεωργία φαίνεται πως ήταν γνωστή στην ακκαδική αυτοκρατορία της κοιλάδας της Μεσοποταμίας, όπως φαίνεται σε σχετικές πήλινες πινακίδες[1]. Στους αρχαίους χρόνους η κομποστοποίηση ως πρακτική καταγράφεται τουλάχιστον από την περίοδο της πρώιμης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο (23-79). Oι Έλληνες όπως και οι Ισραηλίτες φαίνεται ότι γνώριζαν το λίπασμα. Η Αγία Γραφή και το Ταλμούδ περιέχουν πολλές αναφορές στη χρήση του αποδομημένου άχυρου σε μορφή λιπάσματος. Στον δέκατο και δωδέκατο αιώνα αραβικά και μεσαιωνικά κείμενα, όπως και κείμενα της αναγέννησης αναφέρονται στην χρήση του κομπόστ. Η ίδια αναφορά απαντάται και σε συγγραφείς όπως ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ο Φράνσις Μπέικον και ο Γουόλτερ Ράλεϊ[1]. Η κομποστοποίηση σε εκείνες τις εποχές ήταν συσσώρευση οργανικών υλικών μέχρι την επόμενη καλλιεργητική περίοδο, οπότε τα υλικά είχαν αποσυντεθεί αρκετά, ώστε να είναι έτοιμα για χρήση στο χώμα. Το πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι ότι λίγος χρόνος εργασίας ή προσπάθεια που απαιτείται από τον κάδο κομποστοποίησης και ταιριάζει φυσικά με τις γεωργικές πρακτικές σε εύκρατα κλίματα. Μειονέκτημα θεωρείται σήμερα ο χώρος που χρησιμοποιείται για έναν ολόκληρο χρόνο, η έκπλυση ορισμένων θρεπτικών ουσιών λόγω της έκθεσής του υλικού σε βροχοπτώσεις και οι οργανισμοί που παράγουν ασθένειες και έντομα, τα οποία μπορούν να ελεγχθούν επαρκώς.

Η σύγχρονη κομποστοποίηση ξεκίνησε κατά τη δεκαετία 1920 στην Ευρώπη ως εργαλείο οργανικής καλλιέργειας[2]. Ο πρώτος βιομηχανικός σταθμός για τη μετατροπή των αστικών οργανικών υλών σε λίπασμα έγινε στο Βελς της Αυστρίας το έτος 1921[3]. Συχνές αναφορές για την κομποστοποίηση στο πλαίσιο της καλλιέργειας έκανε επίσης ο Ρούντολφ Στάινερ, ιδρυτής της γεωργικής μεθόδου της βιοδυναμικής και η Αννί Φρανσέ-Χαράρ (Annie Francé-Harrar), η οποία στήριξε επιστημονικά το Μεξικό στην περίοδο 1950-1958 στη δημιουργία ενός μεγάλου οργανισμού παραγωγής χούμου για την καταπολέμηση της διάβρωσης και της υποβάθμισης του εδάφους. Ο Άλμπερτ Χάουαρντ, Άγγλος βοτανολόγος εργάστηκε εκτενώς στην Ινδία για τις αειφόρες πρακτικές και η Ιβ Μπάλφουρ, υποστήριξε σημαντικά την κομποστοποίηση. Η κομποστοποίηση εισήχθη στην Αμερική από διάφορους οπαδούς αυτών των πρώτων ευρωπαϊκών κινημάτων από τους Τζερόμ Ίρβινγκ Ροντέιλ (J.I. Rodale) (ιδρυτή της οργανικής κηπουρικής Ροντέιλ), Ε.Ε. Φάιφερ (E.E. Pfeiffer) (ο οποίος ανέπτυξε επιστημονικές πρακτικές στη βιοδυναμική καλλιέργεια), Πολ Κην (Paul Keene), Σκοτ και Έλεν Νίαρνινγκ (που ενέπνευσε το κίνημα «Πίσω στη Γη» τη δεκαετία του 1960).

Υπάρχουν πολλοί σύγχρονοι υποστηρικτές της ταχείας κομποστοποίησης που επιχειρούν να διορθώσουν ορισμένα προβλήματα που συνδέονται με την παραδοσιακή, αργή κομποστοποίηση. Πολλοί υποστηρίζουν ότι το κομπόστ μπορεί να γίνει σε 2 έως 3 εβδομάδες[4]. Σε αυτές τις σύντομες διαδικασίες περιλαμβάνονται ορισμένες αλλαγές στις παραδοσιακές μεθόδους, συμπεριλαμβανομένων των μικρότερων και περισσότερο ομογενοποιημένων τεμαχισμένων υλικών στο λίπασμα, τον έλεγχο αναλογίας άνθρακα προς άζωτο (C:N) σε 30 προς 1 ή λιγότερο και την προσεκτική παρακολούθηση των επιπέδων υγρασίας. Στον αντίποδα υπάρχουν πολλοί υποστηρικτές της αβίαστης και αργής φυσικής διαδικασίας. Σήμερα η κομποστοποίηση είναι τμήμα μιας διαδικασίας αξιοποίησης των απορριμάτων. Πολλές περιοχές όπως η Ουαλία[5][6] και δημοτικές αρχές σε πόλεις όπως το Σιατλ και το Σαν Φρανσίσκο απαιτούν τα τρόφιμα και τα απόβλητα της αυλής να διευθετούνται για κομποστοποίηση[7][8].

Μικροβιολογία της κομποστοποίησης

Η κομποστοποίηση είναι μια θερμόφιλη διεργασία και οι θερμοκρασίες στο εσωτερικό των σωρών κομποστοποίησης κυμαίνονται από το αυξημένο σχετικά επίπεδο της περιβαλλοντικής θερμοκρασίας έως θερμοκρασίες 80°C[9]. Προσεγγίσεις που βασίζονται στην καλλιέργεια έχουν χρησιμοποιηθεί για τη μελέτη των ενεργών μικροοργανισμών κατά τη διάρκεια της κομποστοποίησης[10]. Ωστόσο, μόνο ένα μικρό τμήμα των μικροβίων που υπάρχουν σε περιβαλλοντικά δείγματα είναι συνήθως καλλιεργήσιμα[11]. Συνεπώς, ένα σημαντικό τμήμα της μικροβιακής κοινότητας που αναπτύσσεται κατά την κομποστοποίηση χάνεται. Επιπλέον, πολύ λίγα είναι γνωστά σχετικά με τη δομή της μικροβιακής κοινότητας σε διαφορετικά στάδια της κομποστοποίησης. Νέες μοριακές τεχνικές, όπως για παράδειγμα η ηλεκτροφόρηση βαθμιδωτού πήγματος, επιτρέπουν την ταχεία αναγνώριση των χαρακτηριστικών των μικροβιακών κοινοτήτων χωρίς την ανάγκη καλλιέργειας και μπορούν να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις συγκεκριμένες φυλογενετικές ομάδες που υπάρχουν σε μια μικροβιακή κοινότητα[12].

H κατασκευή του φυσιολογικού προφίλ του επιπέδου της κοινότητας μικροβίων με πλακίδια είναι μια απλή μέθοδος για τον χαρακτηρισμό μικροβιακών κοινοτήτων από περιβαλλοντικά δείγματα[13].

Η ανάλυση γίνεται σε τρία βήματα:

  • Βήμα 1: Ο εμβολιασμός των 31 πηγών άνθρακος με εκχύλισμα δείγματος
  • Βήμα 2: Ακολουθεί η περίοδος επώασης και γίνεται ανάλυση σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα
  • Βήμα 3: Το φυσιολογικό προφίλ του επιπέδου της μικροβιακής κοινότητας εκτιμάται για τα βασικά χαρακτηριστικά του, δηλαδή το πρότυπο ανάπτυξης, τον ρυθμό αλλαγής χρώματος και τη βιοποικιλότητά του[14].

Ο σχηματισμός ιώδους χρώματος από αναγωγή του χρωστικού τετραζολίου στα πλακίδια δείχνει την υποβάθμιση μιας συγκεκριμένης πηγής άνθρακα, όταν τα μικρόβια αρχίζουν να αναπνέουν. Η στατιστική ανάλυση γίνεται με συγκεκριμένα software. Επιπλέον, οι αλλαγές στα πρότυπα αξιοποίησης της πηγής άνθρακα παρέχουν εκτιμήσεις για τις λειτουργικές διαφορές ανάμεσα στις μικροβιακές κοινότητες[15].

Μικροοργανισμοί

Με την κατάλληλη μείξη νερού, οξυγόνου, άνθρακα και αζώτου, οι μικροοργανισμοί διασπούν την οργανική ύλη για την παραγωγή λιπάσματος. Η διαδικασία της κομποστοποίησης εξαρτάται από μικροοργανισμούς να διασπάσει την οργανική ύλη σε λίπασμα. Υπάρχουν πολλοί τύποι μικροοργανισμών που απαντώνται στο ενεργό κομπόστ από τις οποίες οι κοινότεροι είναι[16]:

  • Βακτήρια- Η πολυπληθέστερη όλων των μικροοργανισμών που βρίσκονται στο κομπόστ. Ανάλογα με τη φάση της κομποστοποίησης, μεσοφιλικά ή θερμόφιλα βακτήρια μπορεί να επικρατήσει.
  • Ακτινοβακτήρια ή ακτινομύκητες- απαραίτητα για την αποικοδόμηση του χαρτιού, των φλοιών των δέντρων κ.λπ.
  • Μύκητες, μούχλα και μαγιά για την αποικοδόμηση υλικών που δεν μπορούν να διασπάσουν τα βακτήρια, ειδικότερα τη λιγνίνη σε ξυλώδη υλικά.
  • Πρωτόζωα (ευκαρυωτικοί οργανισμοί)- Καταναλώνουν βακτήρια, μύκητες και μικροοργανισμούς.
  • Ασπόνδυλα τροχόζωα (rotifera)- Βοηθούν στον έλεγχο των πληθυσμών των βακτηρίων και των πρωτόζωων.

Επιπλέον, οι γεωσκώληκες απορροφούν το εν μέρει επεξεργασμένο υλικό, αλλά και διαμορφώνουν διαρκώς σήραγγες αερισμού και αποστράγγισης κατά την κίνησή τους μέσω του κομπόστ. Η έλλειψη υγιούς κοινότητας μικροοργανισμών είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο οι διαδικασίες κομποστοποίησης είναι αργές σε χώρους υγειονομικής ταφής με περιβαλλοντικούς παράγοντες που διαμορφώνονται από την έλλειψη οξυγόνου, θρεπτικών συστατικών ή νερού με αποτέλεσμα φτωχές κοινότητες μικροοργανισμών[16].

Συστατικά

Άνθρακας, άζωτο, οξυγόνο, νερό

Κομπόστ οργανικών αποβλήτων τριών χρόνων

Οι κομποστοποιητικοί οργανισμοί απαιτούν τέσσερα εξίσου σημαντικά συστατικά για να λειτουργούν αποτελεσματικά:

  • Άνθρακας, για ενέργεια. Η μικροβιακή οξείδωση του άνθρακα παράγει θερμότητα, σε κατάλληλη αναλογία[17] Υλικά με υψηλή περιεκτικότητα άνθρακα έχουν καφετί χρώμα και είναι ξηρά.
  • Άζωτο, για την ανάπτυξη και αναπαραγωγή περισσότερων οργανισμών για την οξείδωση. Υλικά με υψηλή περιεκτικότητα σε άζωτο τείνουν να είναι πράσινα (ή πολύχρωμα, όπως τα φρούτα και τα λαχανικά) και υγρά[18].
  • Οξυγόνο, για την οξείδωση του άνθρακα, της διαδικασία αποοικοδόμησης.
  • Νερό, στην κατάλληλη αναλογία για τη διατήρηση της δραστηριότητας της κομποστοποίησης δίχως να ενεργοποιεί αναερόβιες διαδικασίες.

Ορισμένες αναλογίες αυτών των υλικών παρέχουν ευεργετικά βακτήρια και τα θρεπτικά υλικά αλληλεπιδρούν χημικά σε ένα ρυθμό που ζεσταίνει τον σωρό. Σε αυτή τη διαδικασία το νερό κυκλοφορεί ως ατμός και το οξυγόνο εξαντλείται γρήγορα, κάτι που απαιτεί και την ενεργή διαχείριση του σωρού. Όσο θερμότερος γίνεται ο σωρός τόσο πιο απαραίτητη γίνεται η πρόσθεση αέρα και νερού. Η ισορροπία αέρα και νερού είναι κρίσιμη για τη διατήρηση υψηλών θερμοκρασιών (50° – 70° Κελσίου), έως την πλήρη αποδόμηση των υλικών. Την ίδια στιγμή ο υπερβολικός αερισμός ή η υπερβολική πρόσθεση νερού επιβραδύνει τη διαδικασία, όπως και η περίσσεια άνθρακα ή η απουσία αζώτου.

Η αποτελεσματικότερη κομποστοποίηση γίνεται με τη βέλτιστη αναλογία άνθρακα/αζώτου απερίπου 10:1 έως 20:1[19]. Σχεδόν όλα τα φυτικά και ζωικά υλικά περιέχουν άνθρακα και άζωτο, αλλά οι ποσότητες ποικίλλουν ευρέως, σε σχέση με τα χαρακτηριστικά που προεναφέρθηκαν(ξηρό/υγρό, καφέ/πράσινο)[20]. Τα φρεσκοκομμένα ποώδη έχουν μέση αναλογία περίπου 15:1 και τα ξηρά φύλλα του φθινοπώρου περίπου 50:1, ανάλογα με τα είδη. Ανάμιξη με ίσα μέρη κατ’ όγκο προσεγγίζει την ιδανική αναλογία άνθρακα/αζώτου. Η παρατήρηση των ποσοτήτων και η εξέταση των διαφόρων υλικών[21] καθώς χτίζεται ένας φυσικός σωρός κομπόστ, αποτελεί εφαρμόσιμη τεχνική για ατομική χρήση της κομποστοποίησης.

Υπό ιδανικές συνθήκες, η κομποστοποίηση διεξάγεται μέσα από τρεις μείζονες φάσεις[16]:

  • Αρχική, μεσοφιλική φάση, στην οποία η αποσύνθεση διεξάγεται υπό μέτριες θερμοκρασίες από μεσόφιλους μικροοργανισμούς.
  • Καθώς η θερμοκρασία ανεβαίνει, ξεκινά η θερμοφιλική φάση, στην οποία η αποσύνθεση διεξάγεται με διάφορα θερμόφιλα βακτήρια υπό υψηλές θερμοκρασίες.
  • Δεδομένου ότι ελαττώνεται σταδιακά η προμήθεια των υψηλής ενέργειας ενώσεων, η θερμοκρασία αρχίζει να μειώνεται και κυριαρχούν και πάλι οι μεσόφιλοι οργανισμοί στη φάση της ωρίμανσης.

Ζωική κοπριά και κομποστοποιητικές κλίνες

Σε πολλά αγροκτήματα, τα βασικά συστατικά της κομποστοποίησης είναι τα ζωικά περιττώματα που παράγονται στο αγρόκτημα και οι κλίνες κομποστοποίησης. Άχυρο και πριονίδια είναι κοινά υλικά από τα οποία μπορεί να διαμορφωθεί κομποστοποιητική κλίνη. Χρησιμοποιούνται, επίσης, μη παραδοσιακά υλικά για το στρώσιμο της κλίνης, στα οποία συμπεριλαμβάνονται εφημερίδες και ψιλοκομμένο χαρτόνι. Η ποσότητα της κοπριάς που κομποστοποιείται σε ένα αγρόκτημα με ζώα καθορίζεται συχνά από τα προγράμματα καθαρισμού, τη διαθεσιμότητα της γης και τις καιρικές συνθήκες. Κάθε τύπος κοπριάς έχει τα δικά του φυσικά, χημικά και βιολογικά χαρακτηριστικά. Η κοπριά των βοοειδών και η κοπριά αλόγου δίνουν καλά αποτέλεσματα όταν αναμιγνύονται με κομποστοποιητική κλίνη. Η κοπριά από χοίρους είναι πολύ υγρή και συνήθως αποφεύγεται η απευθείας ανάμιξή της με το υλικό της κλίνης. Συνήθως αναμιγνύεται με άχυρο ή παρόμοιες πρώτες ύλες. Ανάμιξη χρειάζεται και η κοπριά των πουλερικών με ανθρακούχα υλικά χαμηλής περιεκτικότητας σε άζωτο, όπως είναι το πριονίδι ή το άχυρο[22].

Ανθρώπινα απόβλητα

Τα ανθρώπινα απόβλητα (περιττώματα) είναι δυνατόν να συμβάλλουν στη διαδικασία της κομποστοποίησης, όπως γίνεται στις τουαλέτες κομποστοποίησης, καθώς είναι πλούσια σε άζωτο οργανική ύλη.

Οι άνθρωποι εκκρίνουν πολύ περισσότερες υδατοδιαλυτές θρεπτικές ουσίες των φυτών (άζωτο, φώσφορος, κάλιο) στα ούρα, συγκριτικά με τα κόπρανα[23]. Τα ανθρώπινα ούρα μπορούν να χρησιμοποιηθούν απευθείας ως λίπασμα ή μπορεί συνδυαστούν με το κομπόστ. Η προσθήκη των ούρων ενός υγιούς ατόμου -που δεν λαμβάνει μάλιστα φαρμακευτική αγωγή για μακρό χρονικό διάστημα- συνήθως αυξάνει τις θερμοκρασίες και συνεπώς την ικανότητα καταστροφής παθογόνων οργανισμών και ανεπιθύμητων σπόρων. Τα ούρα από ένα άτομο χωρίς εμφανή συμπτώματα κάποιας λοίμωξης είναι πολύ πιο υγιεινά από τα νωπά κόπρανα. Σε αντίθεση με τα περιττώματα, τα ούρα δεν προσελκύουν μύγες που μεταδίδουν ασθένειες και δεν περιέχουν παθογόνα, όπως είναι τα αυγά παρασιτικών σκουληκιών.

Τα ούρα κατά κύριο λόγο αποτελούνται από νερό και ουρία. Αν και οι μεταβολίτες της ουρίας είναι αζωτούχα λιπάσματα, είναι εύκολο να γίνει υπεργονιμοποίηση με τα ούρα, ή να δημιουργήσουν τα ούρα με φαρμακευτικό (ή άλλο) περιεχόμενο, μεγάλη ποσότητα αμμωνίας μη απορροφήσιμη από τα φυτά, καταλήγοντας σε φυτοτοξικότητα[24].

Χρήσεις

To κομπόστ γενικά συνιστάται ως πρόσθετο στο έδαφος ή άλλες μήτρες, όπως ο κοκοφοίνικας και η τύρφη, ως βελτιωτικό για το όργωμα, γιατί παρέχει χούμο και θρεπτικά συστατικά. Διαμορφώνει πλούσιο καλλιεργητικό περιβάλλον ως πορώδες, απορροφητικό υλικό που συγκρατεί την υγρασία και τις διαλυτές ανόργανες ουσίες. Παρέχει, επίσης, υποστήριξη και θρεπτικά συστατικά για την ανάπτυξη των φυτών, αν και σπάνια χρησιμοποιείται μόνο του. Είναι κυρίως αναμεμειγμένο με χώμα, άμμο, χαλίκι, φλούδα φλοιών , βερμικουλίτη, περλίτη, κόκκους ή πηλό. Το κομπόστ μπορεί να αναμιχθεί απευθείας με το έδαφος ή την καλλιέργεια, για να ενισχύσει το επίπεδο της οργανικής ύλης και τη συνολική γονιμότητα του εδάφους. Το λίπασμα που είναι έτοιμο να χρησιμοποιηθεί ως πρόσθετο είναι σκούρο καφέ ή ακόμα και μαύρο με έντονα γήινη μυρωδιά[25].

Γενικά, η άμεση σπορά σε κομπόστ δεν συνιστάται λόγω της ταχύτητας με την οποία μπορεί να στεγνώσει και της πιθανής παρουσίας φυτοτοξινών που είναι πιθανώς ανασταλτικές για τη βλάστηση[26][27][28], και την πιθανή κατακράτηση αζώτου από ελλιπώς αποσυντιθεμένη λιγνίνη[21]. Χώμα με μείγμα 20-30% κομπόστ χρησιμοποιείται συνήθως για μεταφυτεύσεις από σπορείο.

Η κομποστοποίηση μπορεί να καταστρέψει παθογόνους οργανισμούς ή ανεπιθύμητους σπόρους. Επίσης, τα ανεπιθύμητα φυτά ζιζάνιανια αποθαρρύνονται μέσω εδαφοκάλυψης με αχυρόστρωμα/κομπόστ. Τα θερμόφιλα της κομποστοποίησης είναι επιθυμητά όταν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα παθογόνων, όπως συμβαίνει με την κοπριά.

Τεχνολογίες κομποστοποίησης

Εκτός από τον παραδοσιακό σωρό κομποστοποίησης, έχουν αναπτυχθεί διάφορες προσεγγίσεις για τον χειρισμό διαφορετικών διαδικασιών κομποστοποίησης, ανάλογα με τα συστατικά, τη γεωγραφική περιοχή και τις διαφορετικές τεχνολογικές εφαρμογές. Υπάρχει μεγάλος αριθμός διαφορετικών συστημάτων κομποστοποίησης στην αγορά. Για παράδειγμα:

  • Σε οικιακό επίπεδο: Τουαλέτα κομποστοποίησης, δοχεία κομποστοποίησης, κομποστοποίηση με γεωσκώληκες σε μικρή κίμακα
  • Σε βιομηχανικό επίπεδο (μεγάλη κλίμακα): Αεριζόμενος στατικός σωρός κομποστοποίησης, κομποστοποίηση με γεωσκώληκες, κομποστοποίηση σε θημωνιές, κ.λπ.

Κομποστοποίηση με γεωσκώληκες

Γεωσκώληκας σε κομπόστ

Η κομποστοποίηση με γεωσκώληκες είναι το προϊόν ή η διαδικασία της κομποστοποίησης, μέσω της αξιοποίησης διαφόρων ειδών σκωλήκων για τη δημιουργία ενός ετερογενούς μείγματος αποσυντεθιμένων φυτικών αποβλήτων ή τροφίμων (εκτός από κρέας, γαλακτοκομικά, λίπη ή έλαια), στρωμνής και γεωσκωλήκων. Οι γεωσκώληκες, επίσης γνωστοί ως σκουλήκια του χούμου ή της κοπριάς, αποδίδουν το τελικό προϊόν της διάσπασης της οργανικής ύλης από τα διάφορα είδη γεωσκωλήκων[29]. Αυτό το είδος κομποστοποίησης προτείνεται, ενίοτε, ως εφικτή εσωτερική μέθοδος οικιακής κομποστοποίησης και έχει αποκτήσει δημοτικότητα και στη βιομηχανική και οικιακή χρήση, αφενός γιατί συγκριτικά με τη συμβατική κομποστοποίηση παρέχει οργανικό λίπασμα πιο γρήγορα και το τελικό προϊόν έχει χαμηλότερα επίπεδα αλατότητας, κάτι ωφέλιμο γενικά στην υγεία του φυτού. Αφετέρου, το κομπόστ περνά από το πεπτικό σύστημα των γεωσκωλήκων, με αποτέλεσμα να κατακρατούνται τοξικά υλικά και το τελικό προϊόν είναι απαλλαγμένο από παθογόνους μικροοργανισμούς[30].

Τα είδη γεωσκωλήκων που χρησιμοποιούνται συχνότερα είναι το κόκκινο Eisenia fetida ή Eisenia andrei, αν και θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν τα ευρωπαϊκά είδη Eisenia hortensis ή Dendrobaena veneta. Οι κόκκινοι σκώληκες συνιστώνται από τους περισσότερους ειδικούς της γεωσκωληκοκομποστοποίησης, καθώς αναπαράγονται πολύ γρήγορα. Η κομποστοποίηση με γεωσκώληκες αποδίδει προϊόν πλούσιο σε υδατοδιαλυτές θρεπτικές ουσίες, κάτι που καθιστά τα φυτά ικανά να απορροφήσουν εύκολα τις θρεπτικές ουσίες του[31]. Το τσάι της γεωσκωλικοκομποστοποίησης σε συνδυασμό με 10% κομπόστ έχει αποδειχθεί ότι προκαλεί έως και 1,7 φορές αύξηση της φυτικής μάζας στα καλλιεργούμενα φυτά[32]. Ερευνητές από το πανεπιστήμιο Ποντιτσέρι ανακάλυψαν ότι οι γεωσκώληκες του κομπόστ μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τον καθαρισμό του εδάφους από βαρέα μέταλλα. Οι ερευνητές διαπίστωσαν σημαντικές μειώσεις σε βαρέα μέταλλα με τη χρήση γεωσκωλήκων στα απορρίματα. Οι γεωσκώληκες είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικοί στην απομάκρυνση μολύβδου, ψευδαργύρου, καδμίου, χαλκού και μαγγανίου[33].

Hügelkultur (υπερυψωμένα καλλιεργητικά παρτέρια)

Παρτέρι Hügelkultur

Η πρακτική της δημιουργίας υπερυψωμένων παρτεριών στον κήπο ή αναχωμάτων γεμάτων με ξύλο σε διαδικασία αποσύνθεσης ονομάζεται «Hügelkultur» στα Γερμανικά[34][35]. Τα οφέλη από τη δημιουργία hügelkultur παρτεριών περιλαμβάνουν την κατακράτηση νερού και τη θέρμανση του εδάφους[34][36].

Το θαμμένο ξύλο γίνεται σαν σφουγγάρι, καθώς αποσυντίθεται, και είναι σε θέση να κρατήσει το νερό και να το αποθηκεύσει για μελλοντική χρήση στις καλλιέργειες που φυτεύονται πάνω στο παρτέρι hügelkultur[34][37]. Το θαμμένο ξύλο σε αποσύνθεση αποδίδει, επίσης, θερμότητα, όπως όλα τα κομπόστ, για αρκετά χρόνια. Η διαρκής παρουσία θερμότητας χρησιμοποιήθηκε από τον Σεπ Χόλτζερ (Sepp Holzer) για τη συντήρηση οπωροφόρων δέντρων σε αφιλόξενο περιβάλλον θερμοκρασίας και υψομέτρου[35].

Κομποστοποίηση Μποκάσι (Bokashi)

Κάδος Bokashi

Το Bokashi είναι μια μορφή κομποστοποίησης που χρησιμοποιεί μια συγκεκριμένη ομάδα μικροβίων, τα οποία αποικοδομούν αναερόβια την οργανική ύλη, με αποτέλεσμα ένα τελικό προϊόν που μπορεί να απορροφηθεί γρήγορα από τους ζώντες οργανισμούς του εδάφους. Η διαδικασία δεν απαιτεί την ανάμειξη πράσινων και καφέ συστατικών και δεν παράγει θερμότητα ή φαινόμενο του θερμοκηπίου. Όλα τα υποπροϊόντα του περιέχονται σε κλειστό σύστημα, που δεν επιτρέπει να χάνονται τα θρεπτικά συστατικά κατά τη διαδικασία της κομποστοποίησης. Δεδομένου ότι το σύστημα είναι κλειστό, ο χρήστης δεν χρειάζεται να ανησυχεί για έντομα, προβλήματα τρωκτικών ή τις δυσάρεστες οσμές που προέρχονται από τα απορρίμματα της κουζίνας. Όλα αυτά τα πλεονεκτήματα κάνουν το μποκάσι καλή επιλογή όταν υπάρχει περιορισμός χώρου[38].

Το μποκάσι είναι ιαπωνική καλλιεργητική πρακτική αιώνων, σύμφωνα με την οποία τα απορρίμματα της τροφής καλύπτονταν με πλούσιο τοπικό έδαφος που περιείχε μικροοργανισμούς για την αποικοδόμηση τους. Μετά από μερικές εβδομάδες τα απορρίμματα θάβονταν και σε σύντομο χρονικό διάστημα μετατρέπονταν σε θρεπτικό χώμα[39]. Σήμερα οι περισσότεροι αγοράζουν από το εμπόριο σκεύασμα με μικροοργανισμούς που εμφανίστηκαν στην αγορά ήδη από τη δεκαετία 1980[39] Το σκεύασμα αποτελείται από βάση άνθρακα (π.χ. πριονίδι ή πίτουρο) αναμεμιγμένη με σάκχαρα (π.χ. πετιμέζι). Το μείγμα στρώνεται σε σφραγισμένο δοχείο και μετά από μερικές εβδομάδες αφαιρείται και θάβεται[39]. Εφημερίδα που έχει υποστεί ζύμωση σε καλλιέργεια λακτοβάκιλου (Lactobacillus) μπορεί να υποκαταστήσει με επιτυχία το πίτουρο μποκάσι [40].

Παραπομπές σημειώσεις

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Σχολιάστε